Σπούδασα στην Αθήνα, μια Αθήνα πολύ αργή στην κυκλοφορία, χωρίς λωρίδες λεωφορείων και χωρίς μετρό. Εμείς, οι φοιτητές της επαρχίας, δεν είχαμε τηλέφωνα στα σπίτια που νοικιάζαμε και περιμέναμε στην ουρά, σε κάποιο περίπτερο, για να μιλήσουμε με τους γονείς μας, αφού και τα καρτοτηλέφωνα δεν ήταν πολλά, χώρια που τα περισσότερα ήταν χαλασμένα.
Έμενα στην πλατεία Κολιάτσου και ο Χρήστος, που ήταν συντοπίτης και φίλος μου, έμενε στα Άνω Ιλίσια. Χρειάζονταν δύο λεωφορεία για να πάω στο σπίτι του ή να έρθει αυτός στο δικό μου. Συνήθως βρισκόμασταν στη σχολή – στο τετράγωνο Σόλωνος, Χ.Τρικούπη, Ναυαρίνου και Μαυρομιχάλη – ή στη φοιτητική λέσχη, στη γωνία Ιπποκράτους και Ακαδημίας. Ξεκίνησα ένα απόγευμα Σαββάτου να πάω στο σπίτι του, αλλά απουσίαζε και του άφησα ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα. Όταν γύρισα στο σπίτι, μετά από δυόμιση ώρες, βρήκα το δικό του σημείωμα κάτω από τη δική μου πόρτα. Ψέματα… βρήκα δύο σημειώματα. Το δεύτερο ήταν από έναν φίλο του συγκατοίκου μου. Έβαλε ο διάολος να πάθουν και αυτοί το ίδιο κάζο την ίδια μέρα.
Ναι, είναι πολύ χρήσιμα τα κινητά τηλέφωνα. Πρώτα ως τηλέφωνα και μετά για όλες τις υπόλοιπες χρήσεις τους. Αν με ρωτήσετε: “πρέπει να έχουν κινητά τηλέφωνα οι μαθητές”, θα απαντήσω: ναι… χωρίς δεύτερη σκέψη. Τηλέφωνα όμως, όχι smartphones, τουλάχιστον όταν είναι στο σχολείο ή στο φροντιστήριο. Τα smartphones δεν είναι τηλέφωνα, είναι φορητοί υπολογιστές. Τα παιδιά, όπως και πάρα πολλοί ενήλικες, έπαψαν να ζούνε φυσιολογικά από τη στιγμή που άρχισαν να κρατάνε ένα smartphone στα χέρια τους. Το έβλεπα στο φροντιστήριο, το βλέπω στις καφετέριες, το βλέπω στις ταβέρνες, το βλέπω στα παιδιά και στα μεγαλύτερα από τα εγγόνια μου, το βλέπω παντού… δυστυχώς !
Τα παιδιά δεν επικοινωνούν και δεν παίζουν, έχουν διάλειμμα και δεν μιλάνε μεταξύ τους, δεν αστειεύονται και δεν φλερτάρουν. Παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια, βλέπουν βιντεάκια και φωτογραφίες, επικοινωνούν με μηνύματα και έχουν αποβλακωθεί. Όταν βρίσκουν μία άγνωστη λέξη σε ένα κείμενο ή στην εκφώνηση ενός προβλήματος δεν κάνουν τον κόπο να τη γκουγκλάρουν, ξέρουν όμως οτιδήποτε αφορά τα ενδιαφέροντα που έχουν αποκτήσει μέσα από τη χρήση του διαδικτύου.
“Τα κινητά στις τσάντες” λέει η απόφαση του υπουργείου Παιδείας και φαίνεται κιόλας ότι θα συναντήσει σφοδρές αντιδράσεις. Κανένας δεν μπορεί να πείσει με τα λόγια, όταν δεν δίνει πρώτος το παράδειγμα. Κανένας δεν μπορεί να είναι πειστικός για κάτι που δεν πιστεύει ούτε ο ίδιος. Το δικό μου σλόγκαν λέει: τα παιδιά, αν δεν καταφέρουμε να τα πείσουμε, θα τα χάσουμε. Πόσοι γονείς και πόσοι δάσκαλοι έχουν πειστεί για να μπορέσουν να πείσουν και πόσοι είναι διατεθειμένοι να παλέψουν για αυτό;
Αν εξαιρέσω την προσχολική περίοδο και τους 18 μήνες που ήμουν φαντάρος, σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου ήμουν ανάμεσα σε παιδιά – στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο ή στο φροντιστήριο. Είναι πολύ κρίσιμα τα σχολικά χρόνια, όπως είναι και τα χρόνια των σπουδών. Είναι τα χρόνια που βάζουμε τις βάσεις πάνω στις οποίες χτίζουμε τις προσωπικότητες και ετοιμάζουμε τους πολίτες των επόμενων γενεών.
Στο χωριό μου λένε ότι “άμα χυθεί το γάλα, δε μαζεύεται”… Λυπάμαι που, βλέποντας το γάλα να χύνεται, οι περισσότεροι από εμάς σφυρίζουμε αδιάφορα και μετά μας φταίνε οι άλλοι. Κάποτε πρέπει να κοιτάξουμε στον καθρέφτη μας, για να δούμε έναν από τους πολλούς φταίχτες που υπάρχουν, φίλες και φίλοι.