Στα μέσα του περασμένου Σεπτεμβρίου ο χρόνος για μία από τις πληγείσες από τις πλημμύρες περιοχές της Λάρισας σταμάτησε, όταν οι θεομηνίες Daniel και Elias την έπνιξαν όχι μία, άλλα δύο φορές. Ο λόγος για το Σωτήριο, μια “σκιά” του χωριού που βρίσκεται 30 περίπου χιλιόμετρα έξω από τη Λάρισα. Το onlarissa.gr βρέθηκε στον σχεδόν εγκαταλελειμμένο τόπο, κατέγραψε τις εικόνες πέντε και πλέον μήνες μετά την αρχή της καταστροφής και μίλησε με τους λίγους κατοίκους του για τη ζωή σε ένα χωριό φάντασμα.
Της Ζωής Μπουρουτζή
Από την είσοδο ακόμα του χωριού ο επισκέπτης παίρνει μια ιδέα για το τί θα ακολουθήσει στη συνέχεια: εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα, με εμφανή σημάδια από το πέρασμα του νερού και με βγαλμένες τις πινακίδες, βρίσκονται παρατεταγμένα στον χωματόδρομο. Από εκεί κι έπειτα, σπίτια ερμητικά κλειστά και εκκωφαντικά βουβά, σε κάποιες περιπτώσεις κλειδαμπαρωμένα και σε αρκετές ακόμα με μισάνοιχτες τις αυλόπορτες, λες και ο ιδιοκτήτης τους δεν έχει και πολλές ελπίδες για να επιστρέψει ή απλώς δεν ενδιαφέρεται για τα υπάρχοντα που έχουν ξεμείνει μέσα.
Κάνουμε μια βόλτα στις γειτονιές. Το πέρασμα του νερού διαγράφεται στους τοίχους των κτιρίων, όπου οι σκούροι λεκέδες μαρτυρούν το ύψος που είχε ανέβει κάποτε. Εκτός από εγκαταλελειμμένα αγροτικά μηχανήματα και εξαρτήματα, βλέπουμε στους δρόμους και ό,τι θα υπήρχε κανονικά μέσα σε ένα σπίτι: ηλεκτρικές συσκευές, ρούχα, παιδικά παιχνίδια.
Πλησιάζουμε σε ένα σπίτι, η αυλή του οποίου αποτελείται εξ ολοκλήρου από ένα παζλ λάσπης, με κομμάτια που μοιάζουν σαν να έχουν κοπεί με μαχαίρι. Οι ιδιοκτήτες του έχουν μόλις απομακρυνθεί, αλλά μας βλέπουν από μακριά κι επιστρέφουν. «Το έδαφος είναι μια λάσπη σαν γιαούρτι», μας λενε. «Δεν μπορείς να πατήσεις, δεν προλαβαίνει να στεγνώσει». Δεν ζούνε φυσικά εκεί, έχουν μετακομίσει στη Λάρισα και επιστρέφουν πλέον στο χωριό μόνο για εργασίες.
Λίγο παρακάτω ένας κάτοικος, ο κ. Διονύσης Τσιάντος, κάνει κι εκείνος εργασίες. Κοντά του βρίσκεται μια καρότσα σφηνωμένη στη λάσπη που δεν μπορεί να μετακινηθεί μέχρι και σήμερα. Ο ίδιος ζει πλέον στον Βόλο. «Κοίτα τί κατάσταση επικρατεί», μου λέει. «Αν δεν ζεστάνει καλά, να μπορούμε να δουλέψουμε… Σκέψου, ήταν ογδόντα οικογένειες κι έχουν γυρίσει οι δέκα-δώδεκα, δηλαδή τίποτα… Δυστυχώς δεν είναι παρούσα και η κυβέρνηση», σχολιάζει στη συνεχεια. «Είχε τάξει ο κ. Τριαντόπουλος τον Σεπτέμβρη ακόμα επίδομα ενοικίου, το οποίο δεν το έχουμε δει. Και άντε, εγώ έχω μία λύση, το σπίτι στον Βόλο. Ο υπόλοιπος κόσμος που έχει φύγει»;
Όπως μας εξηγεί, οι λίγοι που επέστρεψαν, το έκαναν επειδή δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αντεπεξέλθουν διαφορετικά. «Είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση και δεν ξέρουμε τι ζημιές θα βγάλουν τα σπίτια ακόμα. Είναι πολύ νωρίς, το υπέδαφος είναι ακόμα μούσκεμα, κι αν δεν ζεστάνει καλά, τίποτα δεν είναι σίγουρο. Με τη στατικότητα δεν νομίζω να έχουμε θέμα, όμως μέσα αν δεις οι τοίχοι είναι γεμάτοι υγρασία, έχουν φουσκώσει. Αυτά θέλουν, στο 1- 1,20 μέτρα που έφτασε το νερό, σκάψιμο, μπάλωμα και μετά βάψιμο».
Επίσκεψη και κεράσματα σε ένα πλημμυρισμένο σπίτι
Προχωρώντας περισσότερο στη γειτονιά, συναντάμε για πρώτη φορά μια ασυνήθιστη για το χωριό πολυκοσμία: πέντε άνθρωποι κάθονται στην αυλή ενός σπιτιού και πίνουν τον απογευματινό καφέ τους. Με καλούν να καθίσω μαζί τους και φυσικά με κερνάνε κουλουράκια. Δεν θα μπορούσε να λείπει το κέρασμα από ένα ελληνικό σπίτι, πλημμυρισμένο ή μη…
«Έχεις ξανάρθει στο χωριό;», με ρωτάει η κ. Μαρία. Της απαντώ αρνητικά. «Τέλειο;», σχολιάζει με μια γερή δόση ειρωνίας στη φωνή της. «Κοίτα απέναντι, η γειτονιά…».
Όπως οι περισσότεροι μόνιμοι κάτοικοι, έτσι και οι ίδιοι έρχονται μόνο για να καθαρίσουν και να αερίσουν τους χώρους. «Ερχόμαστε λίγο, βλέπουμε το χάλι μας και μετά, επειδή παθαίνουμε κατάθλιψη, φεύγουμε. Αλήθεια σου μιλάω, τίμια»!
Προσφέρονται στη συνέχεια να με ξεναγήσουν στο εσωτερικό του σπιτιού, που μοιάζει σαν να βρίσκονται σε κατάσταση μετακόμισης: κλινοσκεπάσματα, ρούχα και τα εναπομείναντα έπιπλα, σε συνδυασμό με τις απαραίτητες εξάδες από εμφιαλωμένα νερά. Όπως μας εξηγεί η κ. Στέλλα, οι τοίχοι λόγω της παλαιότητας, δεν είναι από τσιμέντο, αλλά από ασβέστη και χώμα και λόγω του νερού φουσκώνουν και τρίβονται.
«Έρχομαι κάθε μέρα εδώ. Μόνο τρεις μέρες δεν ήρθα, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και στη γιορτή μου», μου εξηγεί. «Αλλιώς, κάθε μέρα είμαι εδώ και τα ανοίγω. Αφυγραντήρας, ξυλόσομπα, κλιματιστικά, μπας και στεγνώσουν».
«Τα έχουμε πετάξει όλα. Μας έδωσαν κάτι κρεβάτια, που μας τα είχε φέρει ο κ. Καπετάνος με μια άλλη εταιρεία, δωρεά. Αφού έχουμε κι αυτά… Μόνο το μεταλλικό κρεβάτι έμεινε εκεί, χωρίς στρώμα, χωρίς τίποτα. Μετά η κουζίνα από ‘δω είναι χάλια, το νερό ήταν μια πιθαμή πάνω από τον πάγκο, απλώς δεν τα έβγαλα ακόμη, για να μπορώ λίγο να εξυπηρετούμαι, μέχρι να βάλω κάποια βρύση έξω».
«Το ψυγείο ήταν εκεί», λέει και μου δείχνει ένα σημείο άσχετο με την αρχική του θέση. «Το βρήκα την πρώτη φορά κάπου εδώ πέρα σφηνωμένο και τη δεύτερη φορά το βρήκα στην άκρη, είχε βγει από την πρίζα. Πλημμυρήσαμε δύο φορές. Στην πρώτη είχα 1,20, στη δεύτερη 60 πόντους νερό. Κι από εκεί σκαμμένο είναι, έχω βάλει την κουβέρτα», αναφέρει, δείχνοντάς μου μια γωνία δίπλα στο κρεβάτι, με τα σημάδια στον σκαμμένο τοίχο να διακρίνονται από κάτω.
Μετά την καταστροφή, τί;
Πώς λοιπόν στέκεται κανείς ξανά στα πόδια του ύστερα από όλο αυτό, πώς πετάει τα κατεστραμμένα και πού βρίσκει δύναμη και πόρους για να τα φτιάξει όλα από την αρχή; Όπως απαντούν οι κάτοικοι, πέρα από τα 6.600 ευρώ της Πρώτης Αρωγής, δεν έχουν λάβει περαιτέρω οικονομική βοήθεια.
«Είχαν πει ότι θα δώσουν και 100 ευρώ το τετραγωνικό. Κάναμε τα απαραίτητα χαρτιά, τώρα από εκεί και πέρα πότε θα εγκριθούν, πότε θα τα δώσουν, αυτοί ξέρουν…», μου είχε αναφέρει νωρίτερα ο κ. Τσιάντος.
«Εμείς σαν παραγωγοί δεν πήραμε κάτι», τονίζει η κ. Στέλλα. «Τα χωράφια μας είναι όλα κάτω, τα μηχανήματα όλα κάτω, δεν πήραμε τίποτα. Ένα αυτοκίνητο που είχαμε πλημμύρισε, πήραμε άλλο. Το τρακτέρ μας κι αυτό πλημμύρισε, το έχουμε στο συνεργείο. Με τί να πάρουμε καινούργια, με τα 6.600; Δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Δεν θέλουμε υπερβολές, αυτό που πρέπει να κάνουμε να το κάνουμε, να τους πάμε αποδείξεις, τιμολόγια, καμιά αντίρρηση. Τουλάχιστον να μπορούμε να τα φτιάξουμε, γιατί δεν μπορούμε να φύγουμε, να πάμε αλλού. Εδώ είναι το σπίτι μας…».
Περιπλανιόμαστε λίγο ακόμα στο χωριό, πριν πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής. Τελευταία στάση η εκκλησία, όπου τα στασίδια βρίσκονται στο προαύλιο και “απολαμβάνουν” τον απογευματινό ήλιο, στεγνώνοντας αργά. Προσθέτουν κι αυτά μια ακόμα εικόνα στη γενική ακινησία του τοπίου.
Φεύγοντας, σκεφτόμουν πως είναι κάπως οξύμωρο το να εμφανίζεσαι και να ρωτάς τους κατοίκους ενός πλημμυρισμένου χωριού πράγματα αυτονόητα. “Ζείτε ακόμα εδώ”, “πώς είναι τα πράγματα για εσάς”; Όλοι τους άλλωστε φάνηκαν να έχουν αρκετή “εμπειρία” από δημοσιογράφους και ό,τι μου είπαν, μάλλον το είχαν ξαναπεί αρκετές φορές. Κι ό,τι και να τους ρωτούσα δεν θα είχε ιδιαίτερη βαρύτητα, αφού οι εικόνες μιλούσαν καλύτερα από όλους. Ίσως τελικά το μόνο που έχει σημασία είναι να αποτυπωθεί σε μερικές φωτογραφίες η σημερινή κατάσταση, πως το Σωτήριο της Λάρισας δεν βρήκε …σωτηρία, όπως και πολλές ακόμα περιοχές της Θεσσαλίας που παραμένουν στάσιμες πέντε και πλέον μήνες μετά κι οι περισσότεροι φαίνεται πως το ξεχάσαμε…
Φωτογραφίες: Κώστας Τσιάρας